- εύβουλος
- Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Αθηναίος πολιτικός (405; – 330; π.Χ.). Ήταν συντηρητικών αρχών και έγινε γνωστός κυρίως για την πολυετή διαχείριση των οικονομικών των Αθηνών, τα οποία διηύθυνε από το 355 με εξαιρετική ικανότητα. Απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα εξαιτίας των παροχών του προς τους πολίτες. Έγινε γνωστός κυρίως με τα περίφημα θεωρικά (πληρωμή για το θέατρο), τα οποία καθιέρωσε πάγια με νόμο, που προέβλεπε την ποινή του θανάτου για όποιον πρότεινε την κατάργησή τους. Στην εξωτερική πολιτική ήταν υπέρ της ειρήνης με όλους και δεν εναντιώθηκε στη μακεδονική απειλή. Αντίπαλός του υπήρξε ο Δημοσθένης, ο οποίος όμως πολύ αργά (340-338) κατόρθωσε να υπερισχύσει και να πείσει τους Αθηναίους να αντιταχθούν στους Μακεδόνες. Όταν ο Ε. πήρε μέρος σε μια πρεσβεία της Αθήνας προς τον Φίλιππο, αφοσιώθηκε σε αυτόν και επεδίωξε την ειρήνη της πόλης με τον Μακεδόνα βασιλιά.
2. Ποιητής (4ος αι. π.Χ.). Ανήκε στη Μέση κωμωδία και έγραψε πάνω από 100 έργα, διακωμωδώντας μύθους ή άλλους ποιητές.
3. Άρχοντας του Αταρνέα και της Άσσου (4ος αι. π.Χ.). Δολοφονήθηκε από τον δούλο του Ερμία, τον οποίο είχε ορίσει συνάρχοντα.
4. Ε. ο Εφέσιος (3ος αι. π.Χ.). Γιος του Καλλικράτη, μαθητής του Λακύδη και του Βοήθου. Ήταν φιλόσοφος της Μέσης Ακαδημίας.
5. Ε. ο Αλεξανδρεύς (200 – 130; π.Χ.). Σκεπτικός φιλόσοφος, δάσκαλος του Κυρηναίου Πτολεμαίου.
* * *-η, -ο (ΑΜ εὔβουλος, -ον)αυτός που σκέφτεται σωστά, ο συνετός, ο φρόνιμος («σοφός τε καὶ εὔβουλος», Ηρόδ.)αρχ.επίθ. τού Πλούτωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό-βουλος, σύμ-βουλος].
Dictionary of Greek. 2013.